- θοάς
- θοάς, άδος, ἡ, fem. Adj.A fleet, swift, prob. in Pi.Fr.107.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θοάς — fleet fem nom sg θοά̱ς , θοός quick fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοάς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Καλυδώνας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν γιος του Ανδραίμονα και παππούς του Όξυλου, ο οποίος οδήγησε τους Ηρακλείδες, μαζί με τους Δωριείς, στην Πελοπόννησο. Στον Τρωικό πόλεμο, ο Θ. ήταν αρχηγός των… … Dictionary of Greek
Θόας — Θόᾱς , Θόας masc nom sg Θόᾱς , Θόη fem acc pl Θόᾱς , Θόη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοᾶς — θοᾶ̱ς , θοάζω move quickly fut ind act 2nd sg (doric) θοός quick fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тоант — (θόας, Thoas): 1) древнее название р. Ахелоя; 2) сын Борисфена (р. Днепра), царь Тавриды, куда Артемида перенесла спасенную от жертвенного ножа Ифигению. Убит Орестом и Хризом во время погони за Ифигенией; 3) царь острова Лемнос, который был… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θοά — θοάς fleet fem voc sg θοός quick neut nom/voc/acc pl θοά̱ , θοός quick fem nom/voc/acc dual θοά̱ , θοός quick fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θοάντων — Θόας masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θόα — Θόας masc voc sg (epic) Θόᾱ , Θόη fem nom/voc/acc dual Θόᾱ , Θόη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θόαισι — Θόας masc dat pl (doric aeolic) Θόη fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θόαν — Θόας masc voc sg Θόᾱν , Θόη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θόαντα — Θόας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)